- υπόκαυστος
- -ον / ὑπόκαυστος, -ον, ΝΑτο ουδ. ως ουσ. το υπόκαυστο(ν)αρχαιολ. υπόγειος θάλαμος τών ρωμαϊκών λουτρώνων ή σπιτιών, ο οποίος θερμαινόμενος μετέδιδε την θερμότητά του με αγωγούς στα επάνω λουτρά ή και στα υπόλοιπα διαμερίσματα τού κτηρίουαρχ.θερμαινόμενος με ὑποκαύστρα*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποκαίω (πρβλ. περίκαυστος)].
Dictionary of Greek. 2013.